- ἀπάλους
- ἀπά̱λους , ἀπό-ἀλόωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀπό-ἀλόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁπαλούς — ἁπαλός soft to the touch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DELICATI — Latinis dicebantur, qui Graecis τὰ παιδικὰ seu ἐρώμενοι, quos et delicias dixit Cic. pro Caelio. Ael. Spartian. in Hadr. Corrupisse eum Traiani libertos, curasse delicatos, eosdemque sqepe levisse per illa tempora opinio multa firmavit. Sed et… … Hofmann J. Lexicon universale
γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… … Dictionary of Greek
πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… … Dictionary of Greek
Άγιος Μαρίνος — Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Κράτος της νότιας Ευρώπης, που περικλείεται από το έδαφος της βορειοκεντρικής Ιταλίας.Ο Ά.Μ. βρίσκεται στις παρυφές των Απένινων ορέων, κοντά στο Ρίμινι και σε… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βολς — (Wols, Βερολίνο 1913 – Παρίσι 1951). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού ζωγράφου Βόλφγκανγκ Σούλτσε (Wolfgang Schulze). Σπούδασε στο Μπαουχάους με τον Μις Βαν ντερ Ρόε και τον Μόχολι Νάγκι. Το 1933 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και από το 1936 έως το … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κακατούα — Ονομασία παπαγάλων που ζουν σε ορισμένες περιοχές της Αυστραλίας, της Ινδονησίας και της Μαλαισίας. Η ονομασία αυτή αποδίδει κατά κάποιον τρόπο την κραυγή αυτών των πουλιών, των οποίων το κεφάλι στολίζεται με ένα εντυπωσιακό λοφίο φτερών, τα… … Dictionary of Greek